- ἐγκυτί
- ἐγκυτίto the skinindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκυτί — ἐγκυτί επίρρ. (Α) φρ. «ἐγκυτὶ κεκαρμένος» κουρεμένος ώς το δέρμα, κουρεμένος τελείως … Dictionary of Greek
κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… … Dictionary of Greek
(s)keu-2, (s)keu̯ǝ : (s)kū- — (s)keu 2, (s)keu̯ǝ : (s)kū English meaning: to cover, wrap Deutsche Übersetzung: “bedecken, umhũllen” Material: O.Ind. skunüti, skunō ti, sküuti “bedeckt”; doubtful ku kūla “Hũlsen, armament, armor”, püṃ su kūla “Lumpenkleid … Proto-Indo-European etymological dictionary